ἀποστρέφομαι — ἀποστρέφω turn back pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδυσωπούμαι — έομαι, Α αποστρέφομαι κάτι σε μικρό βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δυσωπῶ, οῦμαι «φοβάμαι, ταράζομαι, αποστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
αποστρέφω — αποστρέφω, απέστρεψα και απόστρεψα βλ. πίν. 13 Σημειώσεις: αποστρέφω, αποστρέφομαι : με την έννοια → στρέφω προς την άλλη μεριά (π.χ. του απόστρεψε το πρόσωπο απ τα βλέμματα των άλλων [Κυρία Κούλα, σελ. 30]) δεν έχει παθητική φωνή. Το… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
отъвращатисѧ — ОТЪВРАЩА|ТИСѦ (68), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Отворачиваться: тако ѥсть въл҃дчне чл҃вколюбьѥ. ни ѥдиного пририщющихъ к немѹ ѿвращаѥтсѧ. Пр 1383, 116б; | образн.: не ѿвращаисѧ нъ ѹми(лi)сѧ вл҃дко. (μὴ ἀποστραφῇς ἡμᾶς!) СбТр XII/XIII, 23; да не въ истину ли … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αηδίζω — ἀηδίζω (AM) 1. αηδιάζω, προξενώ αηδία παθ. αισθάνομαι αηδία για κάτι 2. μέσ. αποστρέφομαι, σιχαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀηδής. ΠΑΡ. ἀηδισμός] … Dictionary of Greek
αηδιάζω — 1. αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι 2. προκαλώ αηδία, αποστροφή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδία. ΠΑΡ. αηδίασμα, αηδιασμός, αηδιαστικός] … Dictionary of Greek
ανανεύω — (Α ἀνανεύω) νεύω προς τα επάνω, κινώ το κεφάλι (ή τα φρύδια) προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, νεύω αρνητικά, αρνούμαι (αντίθ. τού κατανεύω) νεοελλ. δίνω πάλι σημεία ζωής αρχ. 1. αρνούμαι να κάνω κάτι 2. σηκώνω το βλέμμα μου, κοιτάζω επάνω 3.… … Dictionary of Greek
αντιμάχομαι — (AM ἀντιμάχομαι) μάχομαι εναντίον κάποιου, καταπολεμώ νεοελλ. 1. εχθρεύομαι, αποστρέφομαι 2. προβάλλω αντίσταση 3. (μτχ.) τα αντιμαχόμενα ρητορικό σχήμα με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τη φύση του… … Dictionary of Greek
απεχθάνομαι — (AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) [έχθος] αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ αρχ. 1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι 2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου 3. προκαλώ το μίσος ή την οργή … Dictionary of Greek
απεχθαίρω — ἀπεχθαίρω (Α) [εχθαίρω] 1. μισώ, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι κάποιον 2. κάνω κάποιον μισητό, απεχθή … Dictionary of Greek